υπογραμμίζω — υπογραμμίζω, υπογράμμισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υπογραμμίζω — Ν 1. σύρω υπογραμμή κάτω από λέξη ή φράση 2. τονίζω ιδιαίτερα κάτι, αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε κάτι («υπογράμμισε τα σημεία λογοκλοπής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + γράμμα + ίζω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1860 στον Σ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
μολυβώνω — (Μ μολυβώνω) [μολύβι] μολυβδώνω, καλύπτω εσωτερικά ή εξωτερικά με μολύβι, σφραγίζω ή επενδύω με μόλυβδο νεοελλ. 1. λερώνω με μολύβι, σύρω ασκόπως γραμμές με μολύβι σε χαρτί ή άλλη επιφάνεια 2. χαράσσω γραμμές σε χαρτί ή γράφω κάτι με μολύβι,… … Dictionary of Greek
παραδηλώ — (I) έω, Μ παραβλάπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δηλῶ / δηλοῦμαι «πληγώνω, καταστρέφω»]. (II) όω, ΜΑ μσν. προαναγγέλλω, προλέγω αρχ. 1. δεικνύω, αποδεικνύω, καταδεικνύω, αποκαλύπτω, φανερώνω: i) με άμεσο τρόπο ii) με ψευδή προσχήματα, ψευδείς… … Dictionary of Greek
προπιαίνω — Μ 1. παχαίνω κάποιον προηγουμένως 2. μτφ. υπογραμμίζω, τονίζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πιαίνω «παχαίνω κάποιον ή κάτι»] … Dictionary of Greek
σημειώνω — σημειῶ, όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α [σημεῑον] 1. επιθέτω ή γράφω κάπου σημείο για αναγνώριση ή υπόμνηση (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο κείμενο» β. «ταῡτα γὰρ νῡν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», Πολ.) 2. υπολογίζω σοβαρά κάτι,… … Dictionary of Greek
τονίζω — ΝΜΑ [τόνος] βάζω τόνο σε μια συλλαβή νεοελλ. 1. μουσ. μελοποιώ 2. μτφ. α) εκφέρω κάτι έντονα («τόνισε τα τελευταία του λόγια») β) υποδεικνύω κάτι με έμφαση, εφιστώ την προσοχή κάποιου σε κάτι, υπογραμμίζω («τού τόνισα να είναι προσεκτικός») … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
υπογράμμιση — η, Ν [υπογραμμίζω] 1. το να υπογραμμίζει κανείς λέξη ή φράση 2. το να τονίζει κανείς με έμφαση ένα σημείο ή ένα γεγονός … Dictionary of Greek
υπογραμμισμός — ο, Ν η υπογράμμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπογραμμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek